υποδεσμος

υποδεσμος
    ὑποδεσμός
     обувь Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποδεσμος" в других словарях:

  • ὑποδεσμός — foot gear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδεσμός — ὁ, Α [ὑποδέω] 1. υπόδημα 2. επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • υπόδεσμος — ὁ, Μ δέσμιος, φυλακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • ὑποδεσμούς — ὑποδεσμός foot gear masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • υποδεσμώ — έω, Α [ὑποδεσμός] ὑποδέω*, δένω τα σανδάλια μου …   Dictionary of Greek

  • ὑποδεσμοῖσι — ὑποδεσμέω pres part act masc/neut dat pl (doric) ὑποδεσμός foot gear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδεσμῶν — ὑποδεσμέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑποδεσμός foot gear masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»